- οσταριόφυσοι
- (ostariophysi). Τάξη νεοπτερύγων οστεοϊχθύων. Οι τέσσερις πρώτοι σπόνδυλοι τους έχουν αλλάξει μορφή και σχηματίζουν στα πλάγια διπλή σειρά οστεαρίων, τα οποία συνδέουν τη νυκτική κύστη με τα αυτιά τους και χρησιμεύουν ως αισθητήρια όργανα. Η νηκτική αυτή κύστη επικοινωνεί με το φάρυγγα και χωρίζεται σε δύο ή τρία μέρη. Οι ο. είναι γνωστοί από το ηώκαινο έως τις ημέρες μας.
* * *οιζωολ. υπέρταξη οστεοϊχθύων στην οποία ανήκουν τα περισσότερα είδη ψαριών τών γλυκών νερών σε όλο τον κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostariophysi < οστάριο + φῦσα «φυσερό, φύσημα»].
Dictionary of Greek. 2013.